κεντρίζει

κεντρίζει
κεντρίζω
stimulate
pres ind mp 2nd sg
κεντρίζω
stimulate
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… …   Dictionary of Greek

  • βοοσσόος — και βουσσόος, ον (Α) 1. (για τον οίστρο) αυτός που κεντρίζει τα βόδια 2. το αρσ. ως ουσ. ο οίστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + σόος < σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, καταδιώκω, κυνηγώ» (πρβλ. λαοσσόος, ιπποσσόος)] …   Dictionary of Greek

  • βουκέντης — βουκέντης, ο (Α) 1. αυτός που κεντρίζει τα βόδια κατά το όργωμα 2. η βουκέντρα …   Dictionary of Greek

  • βουκέντρα — η και βουκέντρι, το (Μ βουκέντριν, το, Α βούκεντρον, το) μακρύ ξύλινο ραβδί με σιδερένιο αιχμή στο ένα άκρο για να κεντρίζει τα βόδια ώστε να προχωρούν ταχύτερα κατά το όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βουκέντρι < μσν. βουκέντριν < *βουκέντριον …   Dictionary of Greek

  • ιπποκέντωρ — ἱπποκέντωρ, ορος, ὁ (Μ) αυτός που κεντρίζει τον ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κέντωρ (< κεντῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ιπποσόας — ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α) 1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.) 2. το θηλ. ίπποσόα επίθ. τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα… …   Dictionary of Greek

  • κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… …   Dictionary of Greek

  • συνεπαίρω — ΜΑ [ἐπαίρω] (κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ. β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ …   Dictionary of Greek

  • κεντρί — το αυτό που κεντρίζει, το κέντρο μερικών εντόμων: Έμεινε μέσα στο δέρμα το κεντρί της σφήκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεντρίζω — κέντρισα, κεντρίστηκα, κεντρισμένος 1. κεντώ με το κέντρο ή άλλο αιχμηρό όργανο: Τονκέντρισε η μέλισσα. 2. παρακινώ: Του κέντρισε τον ενθουσιασμό του. 3. μπολιάζω: Κεντρίζει τα δέντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”